μικροβιοκρατής

μικροβιοκρατής
-ές
ιατρ. αυτός που συγκρατεί τα μικρόβια, που δεν επιτρέπει τη δίοδο μικροβίων μέσα από αυτόν («μίκροβιοκρατής ηθμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + -κρατής (< κρατώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”